- Ἰσμηνοῦ
- Ἰσμηνόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θηβαΐς — I Νομός της Αιγύπτου κατά την αρχαιότητα, στο νότιο μέρος της, με πρωτεύουσα τις αρχαίες Θήβες. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η περιοχή έγινε το καταφύγιο πολλών χριστιανών, που καταδιώκονταν για δογματικούς λόγους. Εκεί αφοσιώθηκαν στον… … Dictionary of Greek
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… … Dictionary of Greek
Μετώπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Λάδωνα, σύζυγος του Ασωπού και μητέρα των Πελάγοντα και Ισμηνού. Γέννησε, ακόμη, είκοσι κόρες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Αίγινα· η τελευταία από τον δεσμό της με τον Δία, απέκτησε τον Αιακό. 2. Κόρη… … Dictionary of Greek